Μια μορφή «πολυπολιτισμική», δυσώδης και πλαστική, που αποτυπώνεται στους λαβύρινθους των γκέτο, στις περιοχές που εξουσιάζουν τα συμφέροντα της νύχτας και στον φόβο των Αθηναίων να κυκλοφορήσουν την νύχτα. Που αποτυπώνεται στην επιθυμία χιλιάδων, να δραπετεύσουν από το κέντρο και να πάνε βόρεια ή νότια, ανατολικά ή δυτικά, οπουδήποτε, για να ξεφύγουν αν μπορούν. Λίγο καιρό πριν την προφυλάκισή μου, βρέθηκα σ’ ένα μικρό «reunion» συμμαθητών από την τάξη μου, στο 3ο Λύκειο – και αυτό πίσω απ’ το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Από τους περίπου 20 συμμαθητές που βρεθήκαμε, μόλις δύο ή τρεις από εμάς μέναμε ακόμη στην ίδια περιοχή, στο κέντρο. Κι εμείς, φυσικά, με τάσεις φυγής, καθώς ξεκινούσαμε τις δικές μας οικογένειες και αποζητούσαμε καλύτερες συνθήκες ζωής. Αποζητούσαμε να «δραπετεύσουμε» από μία Αθήνα που μας πνίγει, εμάς που είμαστε εκεί γύρω στα 30, και από την οποία είχαμε τόσο ωραίες αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια. Δεν ξέρω αν το «στατιστικό μου δείγμα», οι 20 συμμαθητές μου, που βγάλαμε μαζί όλο το Γυμνάσιο και το Λύκειο, θα γινόταν αποδεκτό από κάποια εταιρεία δημοσκοπήσεων, εμένα όμως μου λέει πολλά. Όχι, δεν είμαι νοσταλγός! Είμαι υπέρ των αλλαγών και καταλαβαίνω ότι μια πόλη, μια μητρόπολη εξελίσσεται. Αλλά δυστυχώς, στην δική μας πόλη, όλες σχεδόν οι αλλαγές έγιναν προς το χειρότερο. Προς την υποβάθμιση της ζωής των πολιτών, προς την αποψίλωση των ανοικτών χώρων, προς τον ακρωτηριασμό από τον ιστό της πόλης ολόκληρων περιοχών, που μετετράπησαν σε «γκέτο», προς την κομματικοποίηση και ως εκ τούτου την διάλυση των πολιτιστικών πνευμόνων της πόλης. Άλλες «αλλαγές» περιμέναμε μεγαλώνοντας. Περιμέναμε πράγματα, όπως την διάχυση νέων τεχνολογιών, ασυρμάτων δικτύων για πρόσβαση στο διαδίκτυο. Περιμέναμε ανοικτές αθλητικές εγκαταστάσεις, περιμέναμε τον εξορθολογισμό των συγκοινωνιών, περιμέναμε μια πιο ανθρώπινη πόλη. Αντ’ αυτού, μας έσπειραν κεραίες κινητής τηλεφωνίας δίπλα σε σχολεία, κατέστησαν «ταμπού» ολόκληρες περιοχές και μας γέμισαν πράσινα καγκελάκια τα πεζοδρόμια, πάνω στα οποία φίλοι μοτοσικλετιστές έλιωσαν τα κεφάλια τους. Μετέτρεψαν την πόλη μας τον Δεκέμβρη του 2008 σε στίβο μάχης για επίδοξους επαναστάτες και το παλιό αγαπημένο στέκι των πρώτων «κομπιουτεράδων» του ’90, την Στουρνάρη σε δρόμο που θυμίζει Καμπούλ και όχι Αθήνα. Μας γέμισαν τους δρόμους με αμερικανοειδή τέρατα 3.500 κυβικών και τις πλατείες μας με εγκληματίες. Έκαναν το σπίτι του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά εστία μόλυνσης και άντρο τοξικομανών, ενώ την ίδια στιγμή πετσόκοβαν το πάρκο του «Βενιζέλου» στην Βασιλίσσης Σοφίας για να κάνουν πάρκινγκ για τις λουσάτες κυρίες με τις γούνες που πήγαιναν στο Μέγαρο. Και τώρα, φτάνουμε στο σημείο μηδέν. Τώρα που η πόλη μας, μας αντικαθιστά με νέο, φθηνότερο εργατικό δυναμικό, με ορδές βασανισμένων από την Ασία και την Αφρική. Φταίμε εμείς; Δεν νομίζω. Δεν προλάβαμε να της κάνουμε κακό. Αυτή, απλά ίσως δεν μας θέλει πια. Και στο μυαλό μου έρχονται οι στίχοι του Αγγελάκα από τις «Τρύπες», ένα κομμάτι του «soundtrack» της εφηβείας μας: «Γρια πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της
γίναμε άρρωστοι από αυτήνα όλοι
ψυχομαμά που σκοτώνει τα αγόρια της
είναι παράξενη αυτή η πόλη…»
Δημήτρης Παπαγεωργίου
1 σχόλια:
Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τον συντάκτη του παραπάνω κειμένου.
Είμαι 29 χρονών, μεγάλωσα στον Πειραιά και τώρα πια δε τον αναγνωρίζω. Την Αθήνα την έζησα σαν τη "μεγάλη αδερφή" πόλη και η κατάσταση της έχει γίνει απλά απάνθρωπη. Για όλα αυτά φταίνε οι πολιτικοί. Αυτοί θέλησαν και έκανα ολα αυτα. Αυτοί μας στερούν τις ζωές μας. Σκεφτείτε.....
Δημοσίευση σχολίου